- λουκέτο
- το1. μικρό, συνήθως κινητό, κλείθρο εφοδιασμένο με μεταλλικό στέλεχος σχήματος καμάρας που διέρχεται μέσω δακτυλιωτών γόμφων και, με το κλείσιμό του, ασφαλίζει τη σύνδεσή τους2. φρ. α) «τού 'βαλε λουκέτο στο στόμα» — τού απαγόρευσε να μιλάειβ) «βάζω λουκέτο» — κλείνω το κατάστημα ή την επιχείρησή μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lucchetto (< αρχ. γερμ. lok)].
Dictionary of Greek. 2013.