λουκέτο

λουκέτο
το
1. μικρό, συνήθως κινητό, κλείθρο εφοδιασμένο με μεταλλικό στέλεχος σχήματος καμάρας που διέρχεται μέσω δακτυλιωτών γόμφων και, με το κλείσιμό του, ασφαλίζει τη σύνδεσή τους
2. φρ. α) «τού 'βαλε λουκέτο στο στόμα» — τού απαγόρευσε να μιλάει
β) «βάζω λουκέτο» — κλείνω το κατάστημα ή την επιχείρησή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lucchetto (< αρχ. γερμ. lok)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λουκέτο — το (λ. ιταλ.) 1. κινητή κλειδαριά για μεγαλύτερη ασφάλεια: Μετά τη διάρρηξη έβαζε πάντα λουκέτο στην πόρτα. 2. φρ., «Βάζω λουκέτο», κλείνω το κατάστημα ή την επιχείρησή μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Giorgos Mazonakis — (griechisch Γιώργος Μαζωνάκης, auch: George Mazonakis; * 4. März 1972 in Nikea, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 …   Deutsch Wikipedia

  • Mazonakis — Giorgos Mazonakis (griechisch: Γιώργος Μαζωνάκης, auch George Mazonakis) (* 4. März 1972 in Nikaia, Griechenland) ist ein griechischer Sänger. Inhaltsverzeichnis 1 Biografie 2 Diskografie 3 Best Of s/Remixes …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”